- τἀνάπαλιν
- ἀνάπαλιν , ἀνάπαλινback againindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανάπαλιν — Ν (λόγιος τ.) επίρρ. αντίστροφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «τὸ ἀνάπαλιν» με κράση] … Dictionary of Greek
ανάπαλιν — (Α ἀνάπαλιν) (Ν και τανάπαλιν) πίσω ξανά, πάλι πίσω, αντίθετα, αντίστροφα αρχ. 1. πάλι, ξανά, εκ νέου 2. με αντίθετο τρόπο, αντίθετα 3. αντίστροφα, ανάποδα 4. φρ. «ὁ ἀνάπαλιν λόγος», ο αντίστροφος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πάλιν] … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek